Τορά

Τορά
Τορά η
Тора –
1) иудейский канон священых текстов, состоящий из Ветхого Завета и Талмуда;
2) Пятикнижье Моисеево;
3) пергаментный свиток, намотанный на деревянную основу, на котором написан текст Пятикнижья. Читается на религиозных собраниях евреев в синагогах
Этим.
< евр. tora / torah «закон, учение» < hora «учить, поучать» от корня jrh «бросать»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Τορά" в других словарях:

  • Τορά — Εβραϊκός όρος που μεταφράζεται γενικά Νόμος, αλλά δεν έχει μόνο νομική έννοια· σημαίνει και διδασκαλία: με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα 5 πρώτα βιβλία της Βίβλου που, σύμφωνα με τους Εβραίους, περιλαμβάνουν την κατεξοχήν διδασκαλία του Θεού.… …   Dictionary of Greek

  • τοράν — τορά̱ν , τορός piercing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • αλκέλαφος — Γένος θηλαστικών μηρυκαστικών της τάξης των αρτιοδακτύλων, γνωστό παλαιότερα ως βουβαλίς. Περιλαμβάνει διάφορα είδη που ζουν σε περιοχές της Αφρικής. Στην Ερυθραία και στην Αιθιοπία ζει το τορά (αλκέλαφος τορά) που είναι μεγάλη αντιλόπη με κοντό… …   Dictionary of Greek

  • πεντάτευχος — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζεται συνήθως το σύνολο των πέντε πρώτων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης (Γένεση, Έξοδος, Λευιτικόν Αριθμοί, Δευτερονόμιον, που εβραϊκά έχει τον τίτλο Τορά, δηλαδή νόμος, διδασκαλία). Η Π., που περιλαβαίνει θεμελιώδεις… …   Dictionary of Greek

  • Γραμματείς — Εβραίοι ερμηνευτές του Μωσαϊκού Νόμου (Τορά),των οποίων το λειτούργημα στον ιουδαϊσμό είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος, δίπλα στο ιερατείο και στους προφήτες. Κατά τη Βαβυλώνια Αιχμαλωσία διατήρησαν την ισραηλιτική θρησκευτικοφιλολογική παράδοση.… …   Dictionary of Greek

  • φράτορα — φρά̱τορα , φράτηρ member of a masc acc sg φρά̱τορα , φράτωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιουδαϊσμός — Όρος που αποδίδεται στη θρησκεία και στους θεσμούς του εβραϊκού λαού από την εποχή της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας. Στη διάρκειά της αναπτύχθηκε μια νέα πνευματικότητα, που επικεντρώθηκε προπάντων στη λατρεία του λόγου του Θεού, ο οποίος περιέχεται… …   Dictionary of Greek

  • ταλμούδ — Έργο στο οποίο βρίσκεται συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος της μεταβιβλικής εβραϊκής παράδοσης. Αναπτύχθηκε από τον 3o έως τον 7o αι. με απαρχή έναν κώδικα πολιτικού και θρησκευτικού δικαίου, τη Μισνά (Εβραίοι, λογοτεχνία). Τα άρθρα του κώδικα… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»